- αβεβαίωτος
- -η, -ο [βεβαιώνω]1. ο μη βεβαιωθείς, ανεπιβεβαίωτος, ανεξακρίβωτος, ανεπικύρωτος, αναπόδεικτος2. (για φόρο) αυτός που δεν καθορίστηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβεβαίωτος — η, ο αυτός που δεν είναι βεβαιωμένος, καθορισμένος: Ο φόρος για την κληρονομιά ήταν ακόμη αβεβαίωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)